- χρωμιούχος
- -α, -οαυτός που περιέχει χρώμιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρωμιούχος — α, ο, Ν χημ.. (για χημική ένωση) αυτός που περιέχει χρώμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμιο + ούχος* (< έχω), πρβλ. χλωρι ούχος] … Dictionary of Greek
κεμμερερίτης — Ορυκτό, γνωστό και ως χρωμιούχος χλωρίτης με χημικό τύπο Mg5(Al,Cr)2Si3O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σχηματίζοντας εξάπλευρα σχήματα. Παρουσιάζει σκληρότητα 2 2,5 στην ορυκτολογική κλίμακα και ειδικό βάρος 2,64 g/cm3. Έχει βαθύ… … Dictionary of Greek